Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Προσπάθειες.



Σκόρπιες ιδέες που σκορπίζονται από την αρχή και πάλι και πάλι. Σιγά - σιγά τα πάντα χάνουν και το ελάχιστο νόημά τους καθώς το εναποθέτουν σε ένα μπαούλο που προοριζόταν για τον θησαυρό της κάθε ζωής. Δύσκολη ιστορία. Η αρχή δεν έχει κίνητρο και το τέλος δεν έχει αυτό το τέλειο μέσα του, αυτή την ολοκλήρωση. Η μέση δε, κάνει κύκλους, οι εποχές της διαρκούν ένα μήνα και μέχρι τώρα έχουν περάσει δύο χρόνια και το ταξίδι μονάχα ένα και διάρκειας δέκα ημερών, παραλίγο έντεκα. Οι λέξεις με το μίζερο άκουσμα πολλαπλασιάζονται και ο συνδυασμός των σκληρών συμφώνων δεν έχει τελειωμό. Είναι σαν αυτή η δυσκινησία να γίνεται επίτηδες, από  επιλογή του μισού, όχι του ολόκληρου. Κι είναι επειδή η χαρά οφείλεται πια στα μισά και τα ολόκληρα είναι είδος υπό εξαφάνιση, καταδικασμένο. Όχι από εκείνα που αποκτούν την ελπίδα μόλις βρεθούν κάποιοι να τα προστατέψουν. Κανείς δεν αναλαμβάνει ευθύνες, ούτε καν εσύ. Κανενός δε σκίζεται η καρδιά, που λέει και το τραγούδι.

Ναι ρε γαμώτο, ας πνιγούμε όλοι μαζί αγκαλιά σε μια κουταλιά νερό. Τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή θα νιώθουμε αγγίγματα, αγάπη και συναισθήματα. Θα δοκιμάζουμε την αφή μας, που την έχουμε και σκουριάζει σε ξύλινα ράφια. Δε θυμάται πια να ανατριχιάσει στο άγγιγμα σου, ακόμα κι αυτόν τον αυθορμητισμό, που δε χρειαζόταν σκέψη η οποία κοστίζει, μας κοστίζει, ακόμα κι αυτόν, της τον άρπαξαν. Δε σ’ εγκατέλειψε, την προσπάθεια εγκατέλειψε.

Κρύβω σ’ ένα μπαουλάκι μονόχρωμο κάτι αποξηραμένα λουλούδια, των τελευταίων γενεθλίων μου. Περίεργο ε; Ο φωσφορίζων μαρκαδόρος σημειώνει κάτι στίχους που μας θυμίζουν να ξεχάσουμε ταυτόχρονα, όσα πονούν και όσα δεν πονούν. Ωραία, ας μη νιώθουμε ούτε ευτυχία ούτε δυστυχία. Μόνο να μαζεύουμε τα λουλούδια που ξεραίνονται τόσο γρήγορα, όσο γρήγορα ξεθωριάζει η επιμονή σου στην ιδεολογία σου.

Έτσι, έμαθες να χρησιμοποιείς το ρήμα χάνω πιο πολύ από το ρήμα είμαι, από το ρήμα διψάω. Το πρώτο πληθυντικό δεν εμφανίζεται καθόλου, εξαφανίστηκε, μα τουλάχιστον ας μετανάστευε αλλού. Στο είπα, δύσκολη ιστορία. Όταν παθαίνεις κρίσεις πανικού κάθε τρεις και λίγο όλα είναι δύσκολα, όχι μόνο φαίνονται δύσκολα. Τρεις φορές η λέξη δύσκολα μέσα σε μία πρόταση, μην το ξανακάνεις. Μπορείς αν θες να πιστέψεις σε κάτι χωρίς να το διαλαλάς προκλητικά και με στόμφο. Γιατί τόση πίεση; Οι άνθρωποι που θέλεις σε ακούνε και σου λένε «Είμαι πολύ περήφανος για ‘σένα», ή τουλάχιστον σου λένε «Θα είμαι πολύ περήφανος για ‘σένα όταν το κάνεις…», να έχεις και κάτι να περιμένεις. Το καλύτερο μου είναι η αναμονή και η προσμονή. Ακόμα και στον γιατρό, έχω χρόνο να αναλογιστώ ό, τι δε θα ξανακάνω ποτέ για να μην ξανανοσήσω. Αφού δε μ’ αρέσει να αρρωσταίνω, σιχαίνομαι αυτή τη χημεία που εισβάλλει στον οργανισμό μου. Η αναμονή σημαίνει χρόνος, χρόνος για διόρθωση και για επανάληψη σκέψεων και σωστών και λαθών. Όλα τα σηκώνει ο χρόνος. Και τα ξαναφήνει κάτω να ορθοποδήσουν από μόνα τους, μόλις κάνει το καθήκον του και μετοικήσει αλλού, σε άλλους που αναμένουν. 

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Επίσκεψη.


Δύο κυκλάμινα θυμούνται
και χορεύουν στο ρυθμό των αναπνοών
Μπερδεμένες διηγήσεις δίχως αρχή
μα με σταθερά υπαρκτό τέλος.
Ένα τέλος, υποστηρικτής της επανάληψης.
Της επανάληψης των χαμένων χρόνων.
Ξαφνικές μπόρες αντιδράσεων.
Οι αρχαιοκάπηλοι εαυτοί
συλλέγουν τους θησαυρούς της αιώνιας θυσίας.
Δεν είναι παράνομο να ουρλιάζεις.
Περιμένω την άηχη φωνή σου.
Εκείνες οι ασπρόμαυρες στιγμές,
δυσκολεύουν τη ροή των δακρύων σου.
Αγάλματα αναμνήσεων,
προορισμένα για μία μονάχα έκθεση.

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Ο καναπές.



Ανεβαίνεις τα σκαλιά επιπόλαια, κοιτώντας τους φόβους μακρινούς μα πάντα εκεί, επίμονους. Πες μου, ονομαστικά, έναν άνθρωπο που φοβάται μόνο τα έμψυχα και δεν του περισσεύει χώρος για να φοβάται τους άψυχους κατοίκους του μυαλού. Ακόμη κι εκείνοι, που έχουν συγκάτοικο κατά καιρούς την επιτυχία, φοβούνται μήπως εκείνη δεν ξανάρθει να χαρίσει δικαίωση. Κάθομαι στον άβολο καναπέ συνήθως όταν φοβάμαι. Τουλάχιστον το μυαλό κάνει και την στροφή εκείνη που δεν οδηγεί στο τέλος της σκέψης από την οποία ξεκίνησε, αλλά στην αρχή μιας άλλης, η οποία μου επιτρέπει να σκεφτώ τον άβολο καναπέ. Ο φόβος είναι σχηματικός στο δικό μου το μυαλό. Σχηματίζει δωμάτια χωρίς πόρτες και παράθυρα και με αφήνει εκεί να βρω μόνος μου την ανύπαρκτη έξοδο. Δε μου δίνει επιλογές, τις κρύβει σε συρτάρια χωρίς αντικλείδι και ακόμα και όταν του ουρλιάζω, είναι ο καθημερινός σύζυγος μου, ο παντοτινός. Γιατί, απ’ όταν φοβηθήκαμε για πρώτη φορά στη ζωή μας χάσαμε και μία αντίδραση. Και σε κάθε φοβία χάνουμε άλλη μια και άλλη μια. Κάποιοι φόβοι, συνήθως οι παράλογοι, εκείνοι, που όταν δε σ’ ακούν προλαβαίνεις και σκέφτεσαι πως είναι δυνατόν να σου επιβάλλονται, ζυγίζουν περισσότερο. Σου αφαιρούν δύο με τρεις αντιδράσεις για να ξανάρθουν πάλι ακόμα πιο παράλογοι και δυνατοί. Κάποιοι είναι λογικοί και πιο συνηθισμένοι από κάποιους άλλους, αυτούς θα τους ονόμαζες και καλούς φόβους. Καλοί φόβοι; Άρχισες τα οξύμωρα. Όλοι οι φόβοι όμως, όλοι οι ενδοιασμοί, όλες οι αμφιβολίες οι οποίες κρύβουν τον φόβο, όλοι τους ανεπαίσθητα σε μειώνουν, σε κάνουν να στηρίζεσαι σε διαφορετικές πραγματικότητες, σε πραγματικότητες μοναδικά άρρωστες. Δημιουργήθηκαν κι αυτοί από το μυαλό μας. Ο ίδιος τους ο δημιουργός είναι και ξενιστής τους, παρασιτούν επάνω του, μέσα του, ρουφούν όλα τα αντί-φόβου αντισώματα κι έτσι, εκείνοι που οι φόβοι τους ζυγίζουν περισσότερο και όλο περισσότερο, σταματάν να ξεχωρίζουν πραγματικότητες, ζουν μόνοι μαζί τους. Κι η λογική είναι εκεί, φύλακας. Γιατί είναι λογικό να φοβάσαι και να αμφιβάλεις, να χρησιμοποιείς πιο πολύ το μη αντί να αφήνεις τις προστακτικές γυμνές και δεσποτικές. Κι όταν κάτι είναι λογικό το αποδέχεσαι εύκολα, του ανοίγεις τις πόρτες χωρίς ερωτήσεις, το εμπιστεύεσαι και όταν καταλάβεις ότι σε τρώει, αν ποτέ το αντιληφθείς, έχεις συνηθίσει πια στη λογική του φόβου κι έχεις συνηθίσει να προσαρμόζεσαι στις εντολές του. Ένα ακόμα κλισέ είναι εκεί για να σου θυμίσει αυτά που μισείς περισσότερο. Όλα είναι θέμα συνήθειας, ακόμα και η δυστυχία σου. Αυτό να πιστεύεις μέχρι να βρεις το αντίθετο κλισέ.

-Μετά από αυτά, μπορείς να μου ονομάσεις κάποιον που δε φοβάται; Μπορείς;

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

Κρυφτό.


 Ψιλοβρέχει. Νιώθεις σαν κάποιος να σε κλείδωσε σ’ ένα μικροσκοπικό δωμάτιο και να σε ξέχασε εκεί, επίτηδες, είσαι σίγουρη. Ευτυχώς σε κάτι τέτοιες κρίσεις και πρακτικά βρίσκεσαι μόνη σου στο παιδικό  δωμάτιο. Δε βιώνει μόνο το μυαλό τη μοναξιά, αλλά η απουσία ανθρώπων είναι πραγματική και επιθυμητή. Κουράστηκες. Ακούς το ίδιο τραγούδι εδώ και μία ώρα. Ποτέ ολόκληρο, στη μέση του το βάζεις από την αρχή. Αχ ρε μικρό, τα πάντα ημιτελή. Ανέκαθεν άφηνες πολλές στιγμές σου ημιτελείς. Από την πιο μικρή, μέχρι την πιο μεγάλη από την μεγαλύτερη.

  Δοκιμάζεις την τύχη σου όλο και πιο συχνά τελευταία σε δευτερεύουσες μάχες. Δύο- τρεις «φίλοι», σου λένε να σταματήσεις να σκέφτεσαι τόσο πολύ για το καλό σου και για το δικό τους ίσως. Βλέπεις η ανάλυση, μάλλον η υπερανάλυση είναι ενοχλητική, μη σου πω προβληματική. Λογικό. Όταν ενοχλείς είσαι αυτόματα πρόβλημα. Πολύ εύκολο φάνηκε αυτό.

  Ανοίγεις το τετράδιο για να γράψεις πιθανούς σκοπούς ευτυχίας, τραγουδιστούς σκοπούς. Χαμογελάς. Οι εκδρομές σας λειτουργούν ως καταφύγιο της αλήθειας σας, μα ακόμα κι εκεί κάνει ψύχρα. Κι οι ζωές σας κάνουν διαδρομές με απότομες στροφές, με στάσεις σε καφέ για συζητήσεις και γλυκό, με στάσεις για μοναξιά. Να’ τη πάλι η μοναξιά. Αλλά τώρα είσαι μαζί του. Κάθε φορά ζητάς τη γνώμη του για τα πολύχρωμα ρούχα που φοράς, για τις υπερβολές των κινήσεων και των σκέψεων σου. Δεν πειράζει που διαφωνεί, δεν πειράζει καθόλου τελικά. Επειδή, αυτό δείχνει μια φαινομενική ελευθερία του μυαλού σου, που εναντιώνεται στην πολιορκία του την οποία προσπαθείς να εξηγήσεις μάταια, μα σε έχει εξουθενώσει. Σταμάτησες τα εγώ, χρησιμοποιούσες πολλά εγώ, συνέκρινες τα πάντα μ’ εσένα, αλλά πόσο παραγωγικό ήταν αυτό. Έτσι σου λέει. Σου λέει τι πρέπει να κάνεις και πως πρέπει να εξηγήσεις αυτά που κάνεις και πώς να γράφεις. Αυτό το τελευταίο σε πεθαίνει μα σ’ έχει μάθει να είσαι η πρώτη στο κρυφτό.

  Που αλλού είσαι εκείνη η πρώτη;

  Θέλεις να αποκοιμιέσαι πιο εύκολα, να μην είσαι τόσο προβληματική όπως σου λένε εκείνοι κι εκείνος. Τι σχέση έχεις εσύ με την αποτυχία; Την φοβάσαι όπως όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν συμφιλιωθεί με τα τεχνητά πρέπει της κοινωνίας. Και ο το δικό σου μυαλό δεν τη διαγράφει με τίποτα. Ούτε καν ξεθωριάζει από την τόση προσπάθεια. Περίεργο. Προσπαθείς κι άλλο, συνήθως μάταια. Και με την επιτυχία τι σχέση έχεις, σε ρωτάω.  Έχεις ξεχάσει, δε θυμάσαι να μου πεις μια επιτυχία σου. Πειράζει. Πειράζει που η ζωή σου συναντά τρικυμίες και έχει μάθει να τις αγαπάει, έχει συνηθίσει να τις αγαπάει και να τις αποζητάει.

  Επιτέλους, άκουσες το τραγούδι ολόκληρο.

 …μου’ παν τόσα μυστικά που γεμίζουν δυο ποτάμια…

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Διαγωνισμός.



 Ξέρω, πως ζηλεύω εκείνους που τα καταφέρνουν με τα κολλάζ λέξεων κι εκείνους που μπορούν να σου αφηγηθούν μια μικρή ιστορία για το απέραντο της θάλασσας. Γνωριστήκαμε καλύτερα και άρχισε η πολυλογία μου να είναι πιο υποφερτή, πιο αδιάφορη. Στην αρχή, περνούσαμε ο ένας δίπλα από τον άλλον προσφέροντας κομμάτια χιούμορ, βιαστικά και ξυστά. Τώρα, που η ρουτίνα μου μοιάζει μοιρασμένη, θα σου εκμυστηρευτώ ένα ταξίδι σε έναν πλανήτη δικό μου και κανενός άλλου. Οι διαφορετικοί προορισμοί ανταλλάσσουν θεωρίες για ελευθερία, για ανάσες ανακούφισης και απραγείας. Μα ακόμα και σήμερα, που σου ψιθυρίζω την αγαπημένη μου ιστορία, το παρελθόν κερδίζει επιδεικτικά το μέλλον περπατώντας σε μια ευθεία γραμμή και ακολουθώντας το ασημένιο ποτάμι επάνω στη θάλασσα, που σου έδειξα εχθές.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Είναι ωραία η θάλασσα.

 

  Δεκαπενταύγουστος στην Αθήνα. Από μόνο του σαν φράση, αξίζει την κριτική σου και τα επιφωνήματα του μυαλού σου. Μα οι άδειες πόλεις είναι ακόμα πιο δροσερές όταν φυσάνε θέληση και υπομονή. Γράφω και διορθώνω αυτά που θέλω να σου πω. Όταν έχεις καιρό να εμφανιστείς, συγκινούμαι, ξέρεις μ’ εκείνα που συγκινούνται οι άνθρωποι που μπόρεσαν να γεμίσουν πολλά μπαούλα αναμνήσεων και επιλογών. Μια παιδική φωτογραφία που θυμίζει φαντασίωση με κόκκινο χρώμα, το μπαλόνι που το’ σκασε  για να αποκτήσει την ικανοποίηση του ταξιδιού, τα ξεραμένα ολοζώντανα λουλούδια (θεέ μου, είναι εκεί από τον Νοέμβριο!), το σπαστικά χαριτωμένο μ στον Οκτώβρη, τα χιόνια που συναντήθηκαν μία φορά και σημαδιακή, δύο ηλικιωμένοι στον Πασχαλίδη όνειρο του μέλλοντος, μία φούστα με κίτρινους ελέφαντες, ένας στίχος σε μια μελέτη πεντακοσίων σελίδων, η αντίληψη ότι το χειρότερο είναι πάντα το χείριστο, δεν κατάλαβα ποτέ τον συγκριτικό βαθμό, ένα γυμνό σαλιγκάρι, ένα ζευγάρι δύο ξένων τα παιδιά τους θα μάθουν δύο γλώσσες χωρίς πολύ προσπάθεια, τι τύχη. Τέτοιες καθημερινές και κανονικές στιγμές με συγκινούν, καλό νέο είναι αυτό, δε νομίζεις; Σκέφτομαι να γεμίσω μια βαλίτσα και να φύγω νομίζοντας πως ψήλωσα τρεις πόντους από το κόρδωμα και την υπερηφάνια γι’ αυτό το σχέδιο απόδρασης. Κι έπειτα, κάνω μιμήσεις παιδικές, παντομίμα πως το λένε και είμαι αστεία. Το φετίχ μου είναι οι δεινόσαυροι που παλεύουν για μια δεύτερη ύπαρξη και υπόσχονται πως τις λέξεις καλοσύνη, ειρήνη και αλληλεγγύη θα τις μάθουν καλύτερα από τους ανθρώπους, θα ζουν με αυτές. Γι’ αυτό κάνω προπαγάνδα, μιμούμενη χορευτικές και φυσικές κινήσεις τους, ζητώντας να τους δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία. Προσπαθώ να σκεφτώ σε ποιους δίνει ο άνθρωπος δεύτερες ευκαιρίες, συνήθως στους ψεύτικα μετανιωμένους, όχι στους αληθινούς. Α, ξέχασα να αναφέρω αυτό το πάρε δώσε, σε συγχωρώ για να με συγχωρέσεις γιατί κι εγώ τότε, είμαι επιρρεπής στα λάθη. Οι δεινόσαυροι καταλήγουν να είναι μια απλή προσπάθεια, λοιπόν. Σε περιμένω. Ξέρεις, είναι τύχη να βρεις έναν άνθρωπο να μοιράζεται τη δική του σειρά με τη δική σου. Να μπλέξετε ποιητικά τις ευθείες σας, να περπατάτε με τα όνειρα αγκαλιά, να χορεύει στο μυαλό σας το ίδιο μέλλον, το κοινό. Αν διαβάσεις προσεκτικά, θα καταλάβεις το χάος να στριφογυρίζει, το ίδιο το χάος να κάνει τέτοιες απότομες κινήσεις, άρα χάος επί δύο. Δύσκολα τα πράγματα και τα δυσκολεύουμε κι άλλο, συζητώντας για θεωρίες συνομωσίας. Για εκείνο το μυστήριο που λέγαμε, κλείνοντας το μάτι.

«Μα είναι σίγουρο πως υπάρχει σχέδιο, είναι άκρως λογικό, χωρίς να θέλω να υπερβάλλω, είναι άκρως λογικό γι’ αυτή την κατάντια.»
«Άσε με και πήγαινε να βουτήξεις, δεν είναι κρύα.»
«Εσύ δε συμφωνείς;»
«Κι αν συμφωνώ τι; Θα κλονίσω τη στρατηγική τους; Όχι. Γι’ αυτό βούτα, μόνη κι ελεύθερη.»

  Ναι, η θάλασσα είναι απ’ τους καλούς φίλους της μοναξιάς. Η απεραντοσύνη της φυλακίζει το βλέμμα και τη φαντασία για πολύ ώρα. Όταν σκέφτεσαι γι αυτή, όταν κολυμπάς μέσα της, όταν νιώθεις μόνος κι ελεύθερος, το σώμα ξεφεύγει του μυαλού. Τα χέρια θυμούνται τα εφτά χρόνια μπαλέτου, καταφέρνουν και κολυμπούν πιο μακριά. Τα πόδια συμφιλιώνονται με τη γαλήνη του πάτου της, αφήνονται σ’ αυτή. Λίγα λεπτά μονάχα αρκούν, για να σου θυμίσουν τη σημαντικότητα της απόστασης.

  Ξεχάστηκες και μούλιασες. Τα ζαρωμένα δάχτυλα, είναι τα σημάδια της συγκεκριμένης απόδρασης που κράτησε τόσο, ώστε να μπορέσει να μιλήσει και για αλλαγή. Η θάλασσα τελικά, είναι από εκείνους τους αυτουργούς που δε φεύγουν ποτέ.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Κτητικότητα.


Πάντα θα θυμάμαι τότε που μου ζητήθηκε να γράψω ένα κείμενο χωρίς τελεία, δύσκολο μα ταξιδιάρικο και χειμαρρώδες, με τίτλο «Το τρένο». Αν το έγραφα σήμερα δε θα μου έφτανε μία σχολική ώρα, πιο πολύ θα σκεφτόμουν παρά θα έγραφα. Πιο πολλές οι μουντζαλιές παρά τα καλλιγραφικά. Θυμήθηκα πως έγραφα για λάθη και για τάσεις φυγής κι αποφυγής και για έναν από μηχανής θεό με μορφή τρένου που θα τα σάρωνε όλα στο διάβα του. Μα τι λάθη να είχε κάνει ένα παιδί; Και γιατί έχουμε ανέκαθεν αυτή την εντυπωσιακή μανία να θέλουμε να διώξουμε αυτούς τους “εχθρούς” εν ονόματι λάθη, να θέλουμε να τους στείλουμε σε προορισμούς πιο μακρινούς κι από αυτό το απέραντο για το οποίο πάντα σου μιλάω; Δικά μας είναι κι αυτά και ίσως ό, τι πιο δικό μας έχουμε. Κανείς ποτέ δεν έχει βγει να πει φωναχτά, να πάρει ολόκληρη την ευθύνη, να μην αφήσει ούτε τόση δα για άλλους, θα έπρεπε να απαγορεύεται, να υπερασπιστεί με πρωτοφανή δύναμη και τάση κτητικότητας ένα κατάδικό του λάθος. Θα μου πεις οι αδυναμίες όσο κι αν συγκαταλέγονται στο βιβλίο με τίτλο «Οι “ανθρώπινες” συνήθειες», δεν είναι και οι πιο αγαπημένες στιγμές και γι’ αυτό θα με ρωτήσεις γιατί να εξαντλήσω μια ολόκληρη υπεράσπιση και όλα τα κόλπα μου για μία ακόμα ολοφάνερη αδυναμία. Κατά τη γνώμη μου επιμένω, ό, τι κι αν μου πεις, πως πρέπει να σταματήσουμε να δανείζουμε από εδώ κι από εκεί τις στιγμές μας και να σταματήσουμε να τις ξεφορτωνόμαστε με τόση προκλητική ανακούφιση στις ψεύτικες θάλασσες της άφεσης. Και κοίτα να ξεφύγεις από τις υπερβολές, όχι από τα λάθη, από τις υπερβολές εις βάρος τους. Είναι μιζέρια να χαρίζεις ευθύνες, θα έπρεπε να είσαι περήφανος να έχεις τις πιο πολλές, να χαίρεσαι να περικυκλώνεσαι από αυτές. Για μέρες σκεφτόμουν αυτό το κείμενο χωρίς τελεία, για μέρες σκεφτόμουν πως ορίζεται άραγε το λάθος και ποια είναι τα συνώνυμα του και κατά πόσο μεγαλώσαμε με το φόβο της αδυναμίας και της ευθύνης. Και κατέληξα σ’ αυτό: Εγώ λοιπόν πάντα θα θυμάμαι πιο φωναχτά από το κανονικό φωναχτά, πως τα λάθη δεν είναι παράσιτα κι ούτε αρμόζει να γραφτούν σε βίβλους άρνησης και υπεκφυγής. Τα λάθη σου, σου ανήκουν όπως νομίζεις πως σου ανήκει ο εαυτός σου και η μοναξιά σου. Κι όπως μόνος σου επιλέγεις καμιά φορά να ζεις, έτσι μόνος σου να είσαι και στα λάθη σου.

Είναι τόσο ωραίο να αναπολείς ποιήματα και στίχους, μουσικές και τραγούδια, συζητήσεις για ταξίδια που θα’ ρθουν, συναντήσεις και αποχωρισμούς, λάθη και σωστά. Ξαναδιαβάζω τους συνειρμούς μου και ξανακούω το τραγούδι που σκορπάει κι εξαφανίζεται από αγάπη. Κι έπειτα ξαναβλέπω την ίδια ταινία χωρίς υπότιτλους για να σου παριστάνω την έξυπνη. Έτσι, αυτή τη φορά σκέφτομαι ακόμα πιο έντονα, κι ίσως βοηθάει η ζάλη της απουσίας σου, πως ο εαυτός μου και ο εαυτός σου έχουν αρχίσει να συγκατοικούν και ακόμα πως έχουν αρχίσει να αγαπούν τα λάθη τους… 

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Ανθισμένη αμυγδαλιά.


Καμιά φορά,
δεν μπορώ να αναπολήσω τις επιθυμίες μου
Και τρέχω τρομαγμένη
με σκέψεις ανακατεμένες και δανεικές.
Γι α πρώτη φορά
ο ηττημένος είχε το όνομα σιωπή.
Για τελευταία φορά
άκουσα το πιο βουβό «αχ».
Μα λένε,
αυτοί που πάντα χαμογελούν,
εκείνοι οι εξαφανισμένοι στο ποτέ,
πως η αγάπη
θυμίζει στεναγμό μα και ταξίδι.
Ηλιόλουστο ταξίδι.
Μονάχα να αναμένεις
το πώς ανθίζουν οι αμυγδαλιές.
Έτσι, με μανία σπάνια,
ανθίζει και η καρδιά.

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Συνειρμοί.


Όσοι αγάπησαν δεν είναι τόσο αθώοι, ακούω, διαβάζω και ταυτόχρονα αισθάνομαι μια ελάχιστη, πονηρή ενοχή. Για’ σένα, όχι για’ μένα. Οι πρώτες λέξεις και το πρώτο ταξίδι ξεκινούν από Α και τελειώνουν σε Α. Συνεχίζουν όμως διαφορετικά, πιο σκοτεινά, πιο σκληρά. Γιατί όταν προφέρουμε το Α, σχηματίζουμε ένα ασυναίσθητο χαμόγελο. Φωτεινό γράμμα. Φωτεινό ταξίδι. Το σκοτάδι πάντα ακολουθεί, πάντα έρχεται αργότερα και μην πεις ψέματα πως δεν το περιμένεις. Εγώ πάντα το περιμένω και ξέρω πως έχει κι άλλο, πως θέλω κι άλλο.  Όπως πάντα αδιαφορείς κι αγανακτείς όταν αρχίζω τους μονολόγους μου. «Δεν χρειάζεται να τα αναλύεις όλα και να τα εξηγείς. Θυμήσου, εσύ είσαι αυτή που λες πως τα πράγματα είναι απλά». Μα έτσι θα έπρεπε να είναι. Να ακούμε μουσική, να διαβάζουμε ποίηση και να φωνάζουμε πως όλα είναι ξεκάθαρα εύκολα, πανεύκολα. Και τότε είναι που αποφασίζουμε να ξαπλώσουμε στη δυστυχία αφιλοκερδώς και με μισό χαμόγελο. Δεν είναι η πλευρά της αισιοδοξίας μας αυτή. Είναι το άγνωστο της μιζέριας που μας προκαλεί και μας ταξιδεύει και που μας κάνει να ξεχνάμε τις προηγούμενες ξεκάθαρες στιγμές μας… Με αγγίζουν κάποια τετράστιχα γιατί κάνουν έναν κύκλο τελικά και μου θυμίζουν εσένα. Εσένα που οι αναλύσεις σε αναγκάζουν σε αδυναμία και σε καταφέρνουν. Μου θυμίζουν εμένα. Εμένα που αρνιόμουν οτιδήποτε έκρυβε μέσα του την αίσθηση της γαλήνης και της περηφάνιας. Το αγαπημένο μου ποίημα, εκείνο που δεν έχει περάσει ημέρα που να μη με έχει γαληνέψει, που να μη με έχει γεμίσει θαυμαστικά, μιλάει για την αγάπη, τον φόβο και την σιωπή. Κερδίζει η σιωπή.

Κάθε ποτέ.

Κάθε μέρα σκέφτομαι χωρίς σταματημό
τους λυγμούς της καρδιάς μας
Κάθε μέρα σιωπώ για να κερδίσω
Κάθε αύριο σε συναντώ πιο ψηλά στη διαδρομή μου
Ξανά, προσπαθώ και αδημονώ
για το ταξίδι χωρίς γυρισμό
χωρίς ελπίδα και ψυχή
χωρίς εκείνες τις μνησίκακες ματιές τους
Κάθε μέρα έχω μια διαφορετική ανάγκη
που δε σε ξεχνά σχεδόν ποτέ
που σε υπερασπίζεται για πάντα
σχεδόν και τουλάχιστον για πάντα
Και τώρα, σου επιτρέπω να φύγεις.

                                                                           Ακανθυλλίς.

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Αφήγηση.




Αναζητώ την αφετηρία της πολιορκίας σου
Ακούω τη σιωπή, αφηγούμενη από μια μελωδική φωνή
άλλοτε πιο συμπαθή.
Άνοιξες τον χάρτη των ανθρώπων
κι έβαλες κι ένα συναίσθημα σε κάθε κενή σελίδα του ημερολογίου μου.
Χαμογελάς ανασαίνοντας κοφτά
μήπως και ακουστείς να προσπαθείς
 να διώξεις έναν άκεφο σκοπό.
Χαοτικά λόγια στοιβαγμένα σε ορισμένες, ψυχαναγκαστικές σειρές.
Θαυμάζεις κι απορείς,
καθώς με κοιτάζεις να γέρνω με παύσεις.
Δουλεύω την απαγγελία
Να γίνω τουλάχιστον και κάπου ικανή
Να σου απαγγέλλω παραλίγο αλήθειες,
παραλίγο αγάπη.

Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Μία ακόμα σκέψη (Δική σου άρα και δική μου).



Βρέχει επίμονα και καρτερικά. Βασιλικέ μου, μη χάνεις τη μυρωδιά σου και τη χορευτική σου διάθεση. Θα σταματήσουν όλες οι μπόρες των δυστυχιών και των υποσχέσεων, στο λέω εγώ, που οι σκέψεις μου ισοδυναμούν με ακατοίκητους ουρανούς. Ναι, ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη εκείνον που δείχνει ακόμα και τις ατέλειες της ψυχής και της καρδιάς. Μπορείς να μου το ζητήσεις να μη φύγω, μπορώ να μην το ονομάσω θυσία, να μην του δώσω λόγο να ονομαστεί έτσι, μπορώ να δεχτώ χωρίς δεύτερη σκέψη. Όταν λες πως θυσιάζεσαι χάνεις, μα ξεχνάς πως αυτά τα ελάχιστα που κερδίζεις ίσως κάποια μέρα να κατακτήσουν τη σημαντικότερη θέση στην ύπαρξή σου, από την αρχή μέχρι το μελωδικό τέλος. Ανυπομονώ να ταιριάξουν οι σκέψεις και τα βήματά μας. Εύκολο και δύσκολο ταυτόχρονα. Το σπίτι των ονείρων είναι ξύλινο, με μεγάλο κήπο και μεγάλες πόρτες ορθάνοιχτες για πάντα. Η αυλή έχει κάγκελα φιλικά προς τους περαστικούς γιατί μάθαμε επιτέλους να μοιραζόμαστε και ο φόβος δεν ανήκει πια στις καρδιές μας. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε μπερδεύτηκα, η ροή του μυαλού συνάντησε διασταυρώσεις και αδιέξοδα. Πώς γίνεται να μπορούν όλα να καταλήγουν στον έρωτα για τα πάντα; Μπορούν γιατί ο έρωτας σημαίνει επιθυμία, επιθυμία που ξεπερνά ό,τι ορθώνεται μπροστά της, επιθυμία που μέσα της διαθέτει όλη τη δύναμη του κόσμου και των πλανητών μαζί κι έτσι μπορεί να ξεγελάσει τα ακατανίκητα μα να ξεγελαστεί από τα νικημένα. Γιατί στον έρωτα για τη ζωή και τους ανθρώπους είσαι μόνος και η μοναξιά κρύβει τους πιο έντονους ρυθμούς των κινδύνων. Ξέρεις η επικαιρότητα με την πραγματικότητα συγχέονται όπως λένε οι πολλοί, μα η δική σου πραγματικότητα διαφέρει γιατί την έχεις δημιουργήσει για σένα κι όχι για μένα. Οι γνωστοί-άγνωστοι παραλήπτες βρίσκονται παντού: σε πρόσωπα ακίνδυνα, σε πρόσωπα ανήμπορα, σε πρόσωπα άσχημα μα με βλέμματα όμορφα και ασφαλή. Όλοι θα θέλαμε να είμαστε παραλήπτες λέξεων, οι οποίες να έχουν συνδυαστεί μονάχα για μας. Κι ίσως εμείς οι δύο-τρεις να το θέλουμε πιο πολύ γιατί δίπλα στην επιθυμία μας, κονταροχτυπιέται η ανασφάλεια…


                                             

Τα γηρασμένα σημάδια του αποκαλύπτουν τις μυστικές του λάμψεις
Το μυαλό όμοιο με σκιάχτρο ακίνητο αγναντεύει
Ακόμα και το φεγγάρι απομακρύνεται χωρίς να μας πληγώνει
Παραλήπτης του γράμματος πάντα εκείνος ο σημαδεμένος,
πάντα    
και για πάντα.

                                                                       Ο Μηχανισμός, Ακανθυλλίς.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Απ' την αρχή.


Γαντζωμένος από μια άγνωστη ύπαρξη
που θυμίζει ηλιαχτίδα
Επιλέγεις να παραμείνεις γι' ακόμα μια φορά πιστός.
Κρατούμενος των ελιγμών της, δεν καίγεσαι
Κι όμως σου λείπουν τα αδιάλυτα σημάδια της σιωπής
Ένοχος μιας καινούργιας θέλησης
αποζητάς συγχωροχάρτια.
Οι επιλογές φτάνουν ως εκεί που αγγίζεις
Απρόσμενα κελαριστά νερά, συμμετέχουν σε έναν αυτοσκοπό.
Η υγρασία καταστροφική για τα ιδανικά,
τους διαλύει την ανάσα.
Σκόρπιες λέξεις,
σκόρπια ερωτηματικά
κι ούτε ένα θαυμαστικό να συμβαδίσει.
Δεκαέξι αλυσίδες για να κρεμάσεις 
τις πεταλούδες που δε μεταμορφώνονται.
Πουπουλένιες κραυγές να νοσταλγούν τους εαυτούς τους
Γι' αυτό αρρωσταίνεις,
γυρεύοντας.

Όποιος είναι περαστικός...



 Είχαμε καιρό να συζητήσουμε. Συνήθως μιλάω φωναχτά, μα σήμερα είναι αδύνατον να είμαι όπως συνήθως. Με διορθώνεις γιατί είμαι φάλτση σε οτιδήποτε κι αν πω. Μα το θέμα είναι πως υποφέρω από ντροπή κι από αγκαθωτά κλουβάκια, όχι πως είμαι κακή. Κι ακόμα πως μόνες μου σκέψεις είναι ελάχιστες προοπτικές ευτυχίας στις οποίες συμμετέχεις κι εσύ, καρτερικά. Σου ξεφεύγουν κάτι ξένα  κοπλιμέντα, σε παρακαλώ μη μιλάς έτσι. Θα μεγαλώσουμε και θα ζήσουμε μαζί όσο εύκολα θα πάμε μαζί να δούμε μπαλέτο, όσο εύκολα θα πάμε μαζί ν’ ακούσουμε Μάλαμα. Το παρελθόν είναι εκεί για να δυσκολεύει το μέλλον, για να το κάνει να αργοπορεί, για να το σημαδεύει, για να του υπενθυμίζει σωστά και λάθη, για να το γεμίζει έως πάνω με άσχημα κελαηδήματα παράξενων περαστικών. Κι εσύ είσαι ο πιο συχνός περαστικός… Που υπόσχεται όνειρα και γαλήνη, που μέσα απ’ τα ποιήματα εκείνης της ερωτευμένης υπερρεαλίστριας αποζητά κοινές εμπειρίες και δεν υποφέρει πια καθώς κάθε λέξη σημαίνει κι ένα καινούργιο όνειρο, μια καινούργια στιγμή. Αποχαιρετάω κάτι παραισθήσεις που κάνουν μόνο θόρυβο και οδηγούν σε σταυροδρόμια που δείχνουν πάντα τη λάθος οδό. Πρέπει τα ζεύγη λέξεων που χρησιμοποιώ να σε ανατριχιάζουν για να μου πιάνεις το χέρι κάθε φορά. Μα θα έπρεπε να το πιάνεις συνέχεια, όχι μόνο όταν τα καταφέρνω, όταν πετυχαίνω αυτά που θα ζηλεύαμε αν δεν ήταν δικά μας. Τίποτα δε μοιάζει να είναι δικό μας όταν η ανάγκη να το μοιραστούμε γίνεται αβάστακτη, μας κλειδώνει μέσα της και μας εμποδίζει, μας οδηγεί σε λάθος βήματα και κυρίως μας απομακρύνει. Επιμένω πως τα πράγματα είναι απλά. Τα μονοπάτια θα έπρεπε να βρίσκονται μονίμως σε ευθεία χωρίς ανηφόρες, χωρίς κατηφόρες, χωρίς εμπόδια, χωρίς ταμπέλες με διαταγές. Γράφεις στιχάκια όταν έχει πανσέληνο κι όταν τα πάντα θυμίζουν μουσική. Πάντα όμως είναι αργά και φεύγουμε, η ρουτίνα θα μας κερδίζει για πάντα. Κι αν το για πάντα μπορούμε να το ορίσουμε εμείς; Κάνω παιδικά γράμματα κι εύχομαι να μη μεγαλώσω ποτέ. Κι ακόμα εύχομαι τα οξύμωρα μυαλά μας να επικοινωνούν χάρη σ’ ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό. Λες πως κανείς δε γεννιέται με το συναίσθημα, με την αρετή της αγάπης. Κι αν όλοι γεννιόμαστε τελικά αγαπώντας μα κανείς δε βρίσκεται απέναντι μας ώστε να «αξίζει» να γεννιόμαστε έτσι τυχεροί, για να συναντήσουμε αυτούς που θα αγαπήσουμε!  Αφιέρωσε μου εκείνο το τραγούδι που μιλάει για εκείνη τη συνάντηση και θα ελαττώσω την προστακτική. Και πες μου καληνύχτα για κάθε βράδυ που θα ανταλλάσσουμε αγάπη. Κι ευχήσου να υπάρχουν πολλά τέτοια βράδια που να συνοδεύονται από νότες και φανταστικά ταξίδια. Η θάλασσα είναι εκεί, μας περιμένει να μοιραστούμε τις ελπίδες μας και τα μυστικά μας. Εμείς θα παίξουμε κρυφτό μαζί της γιατί ακόμα αντέχουμε.

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

La mort des amants, Το ξεψύχισμα των εραστών




La mort des amants

Nous aurons des lits pleins d'odeurs légères,
Des divans profonds comme des tombeaux,
Et d'étranges fleurs sur des étagères,
Écloses pour nous sous des cieux plus beaux.

Usant à I'envi leurs chaleurs dernières,
Nos deux coeurs seront deux vastes flarnbeaux,
Qui réfléchiront leurs doubles lumières
Dans nos deux esprits, ces miroirs jumeaux.

Un soir fait de rose et de bleu mystique,
Nous échangerons un éclair unique,
Comme un long sanglot, tout chargé d'adieux ;

Et plus tard un Ange, entr'ouvrant les portes,
Viendra ranimer, fidèle et joyeux,
Les miroirs ternis et les flammes mortes.
Charles Baudelaire



Το ξεψύχισμα των εραστών.

Και θα έχουμε κρεβάτια γεμάτα επιπόλαιες οσμές
ντιβάνια άπατα όπως τα μνήματα
λουλούδια αλλόκοτα πάνω στις ετραζέρες
Που ανθίσαν μονάχα για εμας
κάτω από ουρανούς πιο μαγικούς, πιο όμορφους.

Εξαντλημένοι από τη λαχτάρα οι τελευταίοι μας οίστροι
οι καρδιές μας θα είναι δυο αχανείς πυρσοί
που αντκαθρεφτίζουν τις δισυπόστατες αχτίδες τους
μέσα στις υπάρξεις μας, όπως αυτοί οι δίδυμοι καθρέφτες.

Ένα δειλινό ρόδινο, καταγάλανο κι απόκρυφο
θ’ ανταλλάξουμε μια λάμψη μονάκριβη
όπως είναι μονάκριβος ο μακρόχρονος λυγμός σου
τα πάντα φορτίζονται από τους αποχαιρετισμούς μας και πάλι.

Κι αργότερα ένας άγγελος ανάμεσα σε ορθάνοιχτες πύλες
θα’  ρθει να ξαναδώσει ψυχή
έμπιστος και χαρωπός όπως είναι
σε καθρέφτες θαμπωμένους και σε πάθη ξεψυχισμένα σαν άλλοτε.
Ακανθυλλίς

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Ξεθωριασμένη νοσταλγία.



Μόνη σκέψη μια ξεχασμένη βάρκα
Τρύπια από συναισθήματα
μαθημένη στο φόβο.
Αναπολείς τα ταξίδια της
Σου θυμίζουν κερδισμένα στοιχήματα
με ή χωρίς αντίπαλο.
Ο εαυτός σου ή ο δικός της
γυροφέρνετε το φεγγάρι
ζητώντας δανεικές περιπέτειες
ανταλλάσσοντας με τις κραυγές σας τους πόθους.
Πόσο ζηλεύεις το απέραντο
πόσο το τρέμεις..
Εκείνη, πιστή στη μοίρα της
έτοιμη να πλεύσει κατά μήκος του ασημένιου ποταμού.
Εκείνου που ξεπλένει το πέπλο,
που απαλύνει τις πληγές
μα δε διορθώνει καμιά μάχη.
Μια ακάθαρτη λησμονιά να θυμίζει κάτι από θάλασσα
Όταν δεν μπορείς να ανοίξεις την πόρτα και να φύγεις.

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Το αστέρι.


Οι ασημένιοι ασκοί της ευτυχίας μας
φλέγονται στο όνομα ενός μονάχα ονείρου.
Το σύννεφο μας μεταμορφώνεται εσωτερικά και εξωτερικά,
αλλάζει προορισμούς και σκοπούς.
Άπιαστο μέχρι να το χρωματίσουμε,
φευγαλέο μέχρι να το αγαπήσουμε.
Μην ανησυχείς για τα ξεψυχισμένα τριαντάφυλλα.
Μωβ πέτρες, ρόδινα κοράλλια, μπλε ηφαιστειόπετρες
κρεμιούνται απ’ τα χέρια εκείνης της μπαλαρίνας που θυμίζει εσένα.
Η ελευθερία που μου χάρισες,
η απώλεια της συνείδησης,
το ταξίδι των χορευταρούδων σκέψεων.
Αυτές και άλλες τόσες ουτοπίες,
άλλες τόσες ανισορροπίες,
άλλες τόσες αμπελοφιλοσοφίες
για έναν ανεπαίσθητο έρωτα
χωρίς αρχή, χωρίς τέλος
χωρίς ευτυχία, χωρίς δυστυχία
χωρίς εμένα και χωρίς εσένα.
Διαρκής, ανεκπλήρωτη κάθαρσις.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Ο πρώτος έρωτας.



Δε χρειάστηκε να αντισταθείς
Συνήθως όταν αφήνεσαι,
Το αποτέλεσμα παίρνει τη μορφή της καταδίκης.
Κι όταν πια έχεις πνιγεί,
το ανώτατο δικαστήριο του έρωτα
θα αποφασίσει την πιο βάναυση τιμωρία
στο όνομα του μεγαλείου του.
Μπροστά στις έκπληκτες αισθήσεις των συναισθημάτων σου,
θα υποκύψεις.
Τι είναι τελικά ο έρωτας;
Αυταπατάσαι.
Αυτή η ορισμένη ουτοπία σου τι είναι;
Ο έρωτας είναι μια ατέρμονη
ακατάπαυστη προσπάθεια αποφυγής της τιμωρίας σου.
Κι όμως, δεν είναι αυτό.



Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Ναυάγια.




Μπορώ να κοιτάζω με τις ώρες την άγνωστη φλόγα να χορεύει πίσω απ’ αυτές τις τόσο οικείες βιτρίνες, τα τόσο οικεία τείχη. Συνήθιζες να μου δίνεις υποσχέσεις με παραλήπτη τα πιο μακρινά ταξίδια που θα μπορούσαμε ποτέ να κάνουμε πραγματικότητα. Είμαι ικανοποιημένη με τις εκδρομές μας κι ας ήταν σε μέρη κοντινά, σε μέρη μίζερα. Μα είναι ίσως ανθρώπινη ανάγκη οι τόσες υποσχέσεις. Δημιουργούν στόχους, όνειρα, αρκετές δόσεις ευτυχίας και ταυτόχρονα αρκετές δόσεις αοριστίας, καθώς αφού ξεφωνηθούν δεν αποτελούν άμεσα μια πιο υποφερτή πραγματικότητα. Θυμίζουν ουτοπικές συντροφιές και αλλοτινές συναντήσεις. Σε συνδέω με τους χτύπους της καρδιάς που αφηγούνται μια παλιά, αλησμόνητη περιπέτεια, μια φαντασίωση.  Παραισθήσεις, ζαλάδες και αδιανόητα τρέμουλα πριν φτάσουμε ασφαλείς στα «πρέπει». Κι όλα αυτά γίνονται ανεπαίσθητα, κατά μήκος μια νοητής πορείας, αποζητώντας κάτι ρεαλιστικότερο, κάτι λιγότερο απαιτητικό. Δε βάζω το μυαλό μου σε κουτάκια μα δεν μπορώ να το έχω να ταξιδεύει στις πιο άγριες θάλασσες της κοινωνίας, η καπετάνιος του εκλείπει εμπειρίας. Κάτι τέτοιες στιγμές εύχεσαι να μπορούσες να κρυφτείς πίσω από το δάχτυλο σου. Το άπιαστο και το αδύνατον όμως, είναι πιο ταξιδιάρικο, πιο ονειροπόλο ακόμα κι ας μην το επιθυμείς, θα μπορούσες έως κι εσύ να παραδεχτείς αυτά τα αναμφίβολα προτερήματά του. Μετανιώνω που δε μίλησα πιο πριν, η αγκαλιά των αναμνήσεων ίσως και να ήταν πιο σφιχτή. Μετανιώνεις κι εσύ, για εκείνη τη σιωπή που φάνηκε να κράτησε για πάντα. Ας κλείσουμε τα μάτια μας, τα πιο ευτυχισμένα ποιήματα δε γράφτηκαν ακόμα. Ας τα γράψουμε μαζί, το υποσχέθηκες.


Ξύπνησα μούσκεμα στα όνειρα προχτές.
Πώς να προλάβω τη στροφή που είχα τετάρτη;
Πώς να προλάβω τη ζωή μας δίχως χάρτη
που ο κόσμος γέμισε ζητιάνους και ληστές;
Μάνος Ελευθερίου

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Οι αφίσες (μου).


Και κάθομαι και κοιτάω το ταβάνι. Το κάνω συχνά τελευταία, χάνομαι κι αφήνω το χρόνο να κυλάει χωρίς να γνωρίζω γιατί χάνομαι, γιατί τελικά ο χρόνος μου κυλάει. Κι ύστερα κοιτάω πιο επίμονα, πιο ταξιδιάρικα, κάτι αφίσες που κάποτε μ’ άρεσαν περισσότερο. Είναι έτοιμες να ξεκολλήσουν μα δε με νοιάζει, θα περιμένω υπομονετικά να πέσουν και να κλείσουν ένα ξέγνοιαστο κεφάλαιο των ονείρων. Έχουν πάψει να θυμίζουν οτιδήποτε, οποιαδήποτε σύνδεση, κάτι  εφηβικό έστω. Ας πέσουν. Όπως πέφτουν τα λουλούδια που μου χάρισες για τα γενέθλια μου απ’ το βάζο. Ξεράθηκαν βλέπεις, πέρασε ο καιρός. 20 στα 21. Μα δε νιώθω διαφορά πουθενά. Καλό είναι αυτό, για πάντα παιδί. Αυτό δεν ήθελες; Με ρωτάς. Ναι, αυτό. Η φαντασία είναι περισσότερη, τα όνειρα πιο δικά σου, τα χαμόγελα η καλύτερη συντροφιά και η άγνοια έχει για συνώνυμό της την ευτυχία. Να υπήρχαν αμέτρητες σοφίτες, ξύλινες, μία για τον κάθε ονειροπόλο. Κάθε γωνιά να έκρυβε και κάτι-κάποιον διαφορετικό. Και να γνωριζόμασταν μεταξύ μας ζώντας για κάποιες ώρες ο καθένας στη σοφίτα του άλλου. Σ’ αυτές τις σοφίτες θα ήμασταν πιο ελεύθεροι απ’ ότι θα μπορούσαμε να αντέξουμε. Ούτε κι εσύ θα άντεχες. Ούτε κι εγώ που ονειρεύομαι πελώριες κούνιες στους ουρανούς και συζητήσεις με σύννεφα και γλάρους. Ούτε κι εκείνοι που δε μοιάζουν με κανέναν παρά μόνο με κάτι νεφέλες φυλακισμένες σε κλουβιά με ανοιχτές πόρτες. Μα γιατί είναι ακίνητες;

Βασιλικός.




  Γραμμένα όλα στο ίδιο μοτίβο, παιγμένα στην εντέλεια για την αποφυγή εκείνων των χειρονομιών που απεχθάνεσαι. Μη δυσανασχετείς, είναι μάταιο. Σου είπα, έτσι θα έπρεπε να είναι οι ζωές μας. Βόλτες πιασμένοι απ’ το χέρι στο κέντρο της Αθήνας, συζητήσεις για καλύτερους κόσμους ή τουλάχιστον βελτιωμένους, συζητήσεις ανούσιες όπως το τι χρώμα να έβαφα τα μαλλιά μου και μετά, για να έχει περισσότερο νόημα η βραδιά επιστροφή σε κάποιο σπίτι για να ανταλλάξουμε τα πιο υγρά φιλιά, μα και τις πιο ασφαλείς αγκαλιές. Στο σπίτι τα όνειρα κοντεύουν να πραγματοποιηθούν, η ευτυχία μας πλησιάζει, μα πρέπει να φύγω. Όλα τα λουλούδια ξεράθηκαν και τα χειρόγραφα χάνονται σιγά σιγά. Ξέρεις πως μισώ τις φωτογραφίες μπροστά από χριστουγεννιάτικα δέντρα μα τράβηξε με μία να μ’ έχεις και να θυμάσαι τις βόλτες μας, μόνο γι’ αυτό τράβηξε με. Το βιβλίο που αγόρασα στον σταθμό θυμίζει εσένα, καλά λες τα πράγματα αγρίεψαν. Μα μακάρι τα όρια να ήταν πιο εύκολο να τοποθετηθούν, τα εμπόδια πιο εύκολο να ξεχαστούν. Υπάρχει μόνο το παρόν λοιπόν; Κι αν εσύ έχεις τη δύναμη να ξεχάσεις, γιατί απλά δε φεύγουμε; Πάμε πρώτα πρώτα να δούμε μια θεατρική παράσταση και μετά στον κινηματογράφο και μετά σ’ εκείνο το μουσικό αφιέρωμα και μετά… Γι’ αυτό σου λέω, έτσι θα έπρεπε να είναι οι ζωές μας. Κι ύστερα θα πολεμούσαμε με μεγαλύτερο σθένος, δε θα τους εγκαταλείπαμε. Εγώ θα παίρνω δύναμη από εσένα. Κι εσύ απλά θα μένεις στη συντροφιά μου, στην καρδιά μου, στην σκέψη μου, στα ταξίδια μας. Ας μην υπάρξει ποτέ τελευταίος σταθμός.