Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Η τελευταία φορά

Στις χειρόγραφες προτάσεις μου είμαι έναν χρόνο πίσω, έχω γράψει 2020. Σκέφτομαι ότι δεν έχει να κάνει με τη χαμένη χρονιά σχεδόν ζωής εξαιτίας των απαγορεύσεων ύπαρξης. Σκέφτομαι ότι έτσι μένω έναν χρόνο μη μεγαλωμένη, έναν χρόνο που αποφάσισα πως εκείνο το τραγούδι δε σημαίνει τίποτα. Πως θα το ακούω ενώ περπατάω σε ένα ασφαλές στενό, με τα ακουστικά μου τα παλιά και την ένταση όσο πάει και θα είναι το επόμενο τραγούδι σε μια λίστα που φρόντισε να οργανώσει για χάρη μου το spotify κι εγώ δε θα μπορώ να κάνω skip και θα αναγκαστώ να μη νιώσω τίποτα για τρία λεπτά και δεκατέσσερα δευτερόλεπτα. Έναν πραγματικό χρόνο πριν και όχι δύο όπως λένε τα νούμερα στο τετράδιό μου, το τραγούδι αυτό πατούσε χρονοδιακόπτες και με σκουντούσε κατά λάθος για να χάσω την ισορροπία μου μέσα σε ένα γεμάτο τρόλεϊ στην Πατησίων. Το τραγούδι χωρίς intro, που σε πνίγει από το πρώτο δευτερόλεπτο στην προσπάθεια να νοσταλγήσεις, αδικεί την ψυχή – κουτάκι μου, ενώ τις προσθέτει κιλά σε μορφή απαιτήσεων. Το τραγούδι αυτό χορεύει από μόνο του, αυτοοργανωμένα, γιατί οι λέξεις του έχουν περισσότερο ρυθμό από τις νότες του. Ακόμα και ο τελευταίος κυνικός, θα έλεγε πως το τραγούδι αυτό μιλά για την εγκατάλειψη που κατάφερες υπό την επήρεια της ασυνειδησίας κι όταν τελειώνει σου διηγείται πως η μετάνοια θα έπρεπε να είναι στην ομάδα των εφτά θανάσιμων αμαρτημάτων. Αλλά η ζηλοφθονία και η λαγνεία είναι πιο ωραίες λέξεις και δικαίως η μετάνοια  μπαίνει μόνο κάτω από το χαλάκι της συγχώρεσης και ο δαίμονάς της είναι ανώνυμος. 

Για να θυμηθώ και να γράψω για αυτά τα λεπτά ανοσίας μου, επιβάλλω εδώ και μέρες στον εαυτό μου την ακρόαση του τραγουδιού μας και έτσι σταματάω σε κάθε δευτερόλεπτο να μη νιώθω σα να’ ναι η πρώτη μου φορά. Στις πόσες ακροάσεις του παρελθόντος μου συνέβαινε το αντίθετο;

Η ανοσία πρακτικά κάνει θαύματα, θεωρητικά σου στερεί ακόμα και την πιο φλατ ύπαρξη.

Το τραγούδι θα το ακούω για πάντα, καθώς είναι η λάθος επιλογή μου μεταμορφωμένη στο χιτ κάθε καλοκαιριού. Κι ίσως το να μη νιώθω για τρία λεπτά και δεκατέσσερα δευτερόλεπτα να είναι η δική μου ανοσία, η δική μου προσπάθεια να νοσταλγήσω, η δική μου κόπωση να μη μεγαλώσω. 

Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

Ωδή στις γιαγιάδες του κόσμου όλου

 


Έχω μια γιαγιά που είναι από ένα χωριό που δεν ξαναπήγε ποτέ. Από ένα χωριό με λάθος όνομα, λάθος τύχη και τις πιο λάθος αναμνήσεις. Αυτή η γιαγιά, πέρασε πάνω κι από ολόκληρη τη ζωή της για να αποδείξει το “σαν άντρας”, την αόρατη απαίτηση της κοινωνίας. Αυτή η γιαγιά, που μισό σύνθημα δεν έχει φωνάξει, ξύπνησε μια μέρα για να μου πει ότι οι ζωές μας έχουν μία αρχή, μία μέση κι ένα τέλος που άλλοι, πιο άντρες από εμάς τους άντρες-παρομοίωση, μας έχουν επιβάλλει. Αλλά οι γυναίκες-κυριολεξία διαλέγουν τις τριπλάσιες αρχές, τις χιλιάδες μέσες και τα άπειρα τέλη και ξυπνάνε κάθε μέρα για να συνειδητοποιούν τη δική τους επιλογή. Η γιαγιά πήγε μια φορά διακοπές στην Αθήνα και τα πιο ευδιάκριτα σύνορα δεν τα διέσχισε ποτέ. Έζησε κρίσεις ιστορικά αποδεδειγμένες στο παρελθόν και σίγουρα στο μέλλον, γραμμένες σε βιβλία που διδάσκω και θα διδάσκω σε παιδιά γεννημένα τον 21ο αιώνα. Η γιαγιά αυτή δεν ξέρω αν είπε ποτέ σ’ αγαπώ, αν την άκουσε ποτέ κανείς να βάζει σε σωστή σειρά αυτά τα γράμματα. Ξέρει να γράφει μόνο το όνομά της με γράμματα που φωνάζουν και είναι στο σύνολό τους εννέα. Την έχω δει να αγαπάει ένα σκυλί και κάτι δέντρα, την περηφάνια της. Την βλέπω ακόμα να δίνει διαταγές , στις οποίες κάποτε υπάκουγε γιατί δεν ήξερε ότι μπορεί να κάνει αλλιώς.

Έχω μια γιαγιά που αποφάσισε από νωρίς να μείνει στο σωστό χωριό, σ’ εκείνο δίπλα στη θάλασσα και σ’ ένα σπίτι που θες μια κατηφόρα μόνο για να φτάσεις στη βρύση, που ο χρόνος σταματάει για τόσο όσο σου παίρνει να πιεις μια γουλιά από το νερό της. Η γιαγιά πίνει ακόμα μπύρες - και καμιά γουλιά κρασί - για το καλό των νιάτων (της), άλλωστε απλό κριθάρι είναι, πάει με τη στιγμή και τον ήλιο που έχει έξω.

Η γιαγιά είναι πάντα όρθια αλλά όλο και πιο αργή. Είναι πάντα ανεξάρτητη, αλλά και δέκτης μιας ώρας βοήθειας την ημέρα. Κοιμάται για δύο ανθρώπους και ξυπνάει για μισό. Τα μαλλιά της είναι κάτασπρα τώρα, που μετράει εννιά δεκαετίες ζωής και είναι τώρα έτσι χρωματισμένα, γιατί ζούσε μόνο για να αρνείται την κούραση της ζωής. Αλλά όσο όρθια και να είναι, όσο ανεξάρτητη και ξύπνια, όσο εκούσια ξεκούραστη, τα λεπτά την προλαβαίνουν και ευτυχώς η απόστασή μας είναι τόση όση χρειάζομαι για να διασχίσω μια αθηναϊκή οδό με πολλά λάμδα και βήτα. Και είμαι κοντά μακριά της.

Έχω μια γιαγιά, που μοιάζει με όλες τις γιαγιάδες του κόσμου που αναγκάστηκαν να ζήσουν μέχρι την κόκκινη γραμμή που τους επιβλήθηκε από τη γέννηση τους. Έζησαν όμως ελεύθερες παραπάνω από όλους τους ελεύθερους του κόσμου. 

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Αρχή-(λάθος)μέση-τέλος


Πάρα πολύ αλήθεια. Τελευταία, έρχεσαι στο σπίτι μου ακάλεστος, ανεβαίνεις τα σκαλιά πιο γρήγορα από εμένα και ανοίγεις την πόρτα στο διαμέρισμα του έκτου ορόφου με το δικό σου κλειδί. Δε σε προλαβαίνω ούτε με το ασανσέρ, δεν είσαι καν λαχανιασμένος όταν φτάνω, είσαι μέρος της εξώπορτας της δικής μου, σε παίρνω μαζί μου κάθε που βγαίνω, σε κουβαλάω στο μπρελόκ-ανανά. Την τελευταία, από τις τελευταίες φορές, καθόσουν στην άλλη άκρη του κίτρινου, μάλλον μουσταρδί, καναπέ. Δε σε ήθελα πιο κοντά και σχεδόν χαιρόμουν που στη μέση του παλιού καναπέ μου, σχεδόν έχω φτιάξει μια βαθειά λίγο σα λίμνη, πιο λίγο σαν κατηφόρα. Ή απλώς τον έχω σπάσει κι όχι επίτηδες, όχι για να μην κάθεσαι κοντά μου, και δεν τον έχω σπάσει καν εγώ. Που λες, καθόσουν στην άλλη άκρη και πολύ βιαστικά μου έσφιξες το χέρι, κατευθείαν δυνατά, νομίζω με δάγκωσες με το χέρι σου. Θα έπρεπε να θέλω να μου το σφίξεις, αλλά δε με ρώτησες ούτε γι’ αυτό, ούτε για να ανέβεις τα σκαλιά πιο γρήγορα από εμένα. Με ρώτησες μόνο όταν η κατάσταση το διέταζε σχεδόν, να μου ζητήσεις συγγνώμη. Μόνο αυτά δε ρωτάνε. Μη ζητήσεις.


Το μόνο που προσπαθώ να μην ξεχάσω είναι εκείνα τα μηνύματα που λένε πως “δε σου αξίζει να κλαις, αλλά δεν ξέρω να σου πω και γιατί”. Και δε θέλω να ξεχάσω και μια φίλη-ανταλλαγή που μου λέει στα ελληνικά που ανταλλάσουμε μαζί κάθε Τετάρτη πρωί, ότι όποιος γράφει ποιήματα, γράφει την αλήθεια όλου του κόσμου. 


Εκείνη την ημέρα έφυγες αφού ήπιες μια γουλιά που έπρεπε να είχες πιει δυο ώρες πριν. Όταν λες πως θες να γράψεις, κανονικά βλέπεις πιο παντού, ακόμα και τους ήχους βλέπεις, ακόμα και με κλειστά τα μάτια πρέπει να βλέπεις. 


Μαγειρεύω μακαρόνια κάθε Τετάρτη, ο γάτος μου τρώει την ίδια λιχουδιά κάθε Παρασκευή και είναι τα μόνα ίδια που θέλω να κάνω από δω και πάνω.


Θα προτιμούσα να κάθεσαι πιο κοντά τελικά, για να ξέρω τι με περιμένει. Και θα προτιμούσα να δουλεύει το κουδούνι μου για να ξέρω να διπλοκλειδώσω, να αφήσω από πίσω το κλειδί, να μην μπορείς να μπεις ούτε με το κλειδί σου (μου). 


Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Μια ιστορία χορού (που αν δεν είχαμε καραντίνα δε θα σήμαινε τίποτα)

Μια αλυσίδα σούπερ μάρκετ, σίγουρα δε φυτρώνει εκεί που δεν τη σπέρνει κανένας σινεφίλ. Ένας παππούς, λίγο παππούς-πολύ χορευτής, μου μιλάει για ένα σινεμά με γυναικείο όνομα στην αγαπημένη του (μου) πλατεία, που δεν ήταν θερινό, αλλά εκείνος λέει είχε δει ουρανό αθηναϊκό. Σταματάει. Θέλει να ακούσουμε τις δύο νότες που του θυμίζουν πιο πολύ ελευθερία. Αν ήξερα μουσική, θα ήξερα να τις πω με το όνομα τους, αλλά ακόμα κι αν ήξερα θα θυμόμουν για παράδειγμα τη νότα ντο-ελευθερία και φα-ελευθερία. Τι μπορείς να ζήσεις μέσα σ’ ένα σούπερ μάρκετ, με ρωτάει. Αλλά αν θες να ζήσεις, ζεις και στο απέναντι σκαλί. Και φαντάσου να είναι πιο ευνοϊκές οι συνθήκες, όπως μια αίθουσα σινεφίλ-υπόγειου-ανεξάρτητου σινεμά. Δεν είχε παίξει ούτε ένα αμερικάνικο!

Δε χρειάζεται να μου μιλήσει άλλο, μου δείχνει έναν δίσκο των Beatles που μου λέει ότι τον αγόρασε τρεις φορές, για να φτάσει η μέρα να τον χαρίσει. Θα τον έπαιρνε και τέταρτη, αλλά τον πρόλαβε το youtube. Αυτός o παππούς, που δε θέλει να μου πει πως τον λένε, γιατί δεν έχει νόημα να χάσουμε στιγμές εκφέροντας συνηθισμένους διαλόγους, κάθεται μπροστά μου και είναι πιο κοντός από εμένα. Η μάσκα του κινείται πιο γρήγορα από ότι μιλάει, του είναι φαρδιά. Ακούμε μαζί κάτι μουσικούς, άλλοτε των σκηνών, τώρα των δρόμων. Θα κλείσουμε ραντεβού να τους ξαναδούμε στην Αιόλου, γιατί η ιστορία για το σινεμά δε γίνεται να τελειώνει εδώ.

Στην Κυψέλη, μιλάς πιο εύκολα μ’ αυτούς που κάθονται μπροστά σου. Στην Κυψέλη μπορείς να ζήσεις στο απέναντι σκαλί, να περπατήσεις μπροστά σε όλους και να ξεπεράσεις μια κρίση πανικού. Στην Κυψέλη, δεν πειράζει αν έχει κόσμο, είναι σα να είστε όλοι μαζί-χώρια.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Ανάσες από μέσα μου


Γιατί (ελπίζω πως) κάνω ένα διάλειμμα από τη (συγ)γραφή

Γιατί δεν μπορώ να γράψω τους τελευταίους μήνες. Γιατί νομίζω ότι δεν μπορώ. Γιατί είμαι μια χαζή τελειομανής και στο ίδιο σύμπαν μια τόσο μεγάλη τεμπέλα, σα μια που θα κορόιδευα που δε θα γράψει-σβήσει-σκίσει-βρίσει για να γράψει το δικές της και μοναδικές ιστορίες και που νομίζει ότι μπορεί να γράψει με την πρώτη τη μία-φανταστική-συγγραφική μπεστ σέλερ ιστορία της. Γιατί δεν είμαι ήρεμη κι αν είναι να θυμώνω κάθε φορά που αργώ να βρω την επόμενη συλλαβή, ίσως δε λέει. Γιατί δεν ξέρω για τι (ούτε γιατί) να γράψω, τι έχω να μοιραστώ. - Ενώ θέλω να εισακουστώ, πολύ δυνατά κιόλας, επειδή έχω να γράψω για τόσα πολλά ασήμαντα-παραλίγο σημαντικά (όπως μια μέρα μπροστά από το ΑΔΕΙΟ τετράδιο μου) και δεν ξέρω που να βάλω την αφετηρία μου. - Γιατί πια, όταν γράφω, σκέφτομαι πιο πολύ από όσο θέλω και μάλλον από όσο προσφέρομαι να αντέξω. Γιατί έχω κλειστεί ακόμα πιο πολύ στο μέρος του εαυτού μου που μοιάζει με ασήκωτο καβούκι χελώνας (τις προτιμώ από τα σαλιγκάρια) και δε μου πάει καμία περφόρμανς του μυαλού μου. Γιατί όσο περισσότερο είμαι αναγνώστρια και τα ράφια μου ξεχειλίζουν από γεμάτες σελίδες, τόσο πείθομαι ότι οι δικοί μου συνδυασμοί λέξεων δε θα βολτάρουν σε καμία σελίδα, καμία κούτα, καμία θαλασσινή σκέψη (όπως εκείνη που έχω εγώ όταν κάνω βουτιά και λίγο πριν αναδυθώ αντί να μη σκέφτομαι, σκέφτομαι και αναρωτιέμαι πως γίνεται εκείνος εκεί να έγραψε 70 σελίδες για το αργεντίνικο μυρμήγκι και πως γίνεται εγώ να θέλω να βγω από τη θάλασσα για να διαβάσω για κάτι που δε με ενδιαφέρει αλλά τελικά νιώθω πως γράφτηκε για να με ενδιαφέρει;). Γιατί πρέπει να αποφασίσω και πως μια πρόταση, έστω ελλιπής χωρίς κάποιον από τους βασικούς συντακτικά όρους, ισούται με μια προσπάθεια. Αλλά η μία είναι πολύ κοντά στην καμία και μια δεύτερη θα ήταν απλά για να κάνει κακή παρέα στην πρώτη. Γιατί οι λέξεις βοηθάνε τόσο όσο τα μπρατσάκια στη θάλασσα και δε θα άντεχα να μην είναι και οι δικές μου έστω τα μπρατσάκια του πιο μικρού λιλιπούτειου στη γη.
Γιατί μάλλον πια δε θέλω (αν ήθελα δε θα έγραφα;) και αυτό με κάνει να πνίγομαι πιο πολύ ακόμα από το πέρα για πέρα αληθινό γεγονός ότι δε γράφω από επιλογή.

Και γιατί όσο "γράφω" αυτό εδώ, σκέφτομαι το αντίστροφο, χωρίς την άρνηση δε, και είναι τρομακτικό που δε θα γέμιζα ούτε μισή γραμμή, ή που θα γέμιζα τόσες, θα ξεχείλιζαν σχεδόν, με λέξεις που δεν έχω ξανακούσει ποτέ, άρα όχι δικές μου.