Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Είναι ωραία η θάλασσα.

 

  Δεκαπενταύγουστος στην Αθήνα. Από μόνο του σαν φράση, αξίζει την κριτική σου και τα επιφωνήματα του μυαλού σου. Μα οι άδειες πόλεις είναι ακόμα πιο δροσερές όταν φυσάνε θέληση και υπομονή. Γράφω και διορθώνω αυτά που θέλω να σου πω. Όταν έχεις καιρό να εμφανιστείς, συγκινούμαι, ξέρεις μ’ εκείνα που συγκινούνται οι άνθρωποι που μπόρεσαν να γεμίσουν πολλά μπαούλα αναμνήσεων και επιλογών. Μια παιδική φωτογραφία που θυμίζει φαντασίωση με κόκκινο χρώμα, το μπαλόνι που το’ σκασε  για να αποκτήσει την ικανοποίηση του ταξιδιού, τα ξεραμένα ολοζώντανα λουλούδια (θεέ μου, είναι εκεί από τον Νοέμβριο!), το σπαστικά χαριτωμένο μ στον Οκτώβρη, τα χιόνια που συναντήθηκαν μία φορά και σημαδιακή, δύο ηλικιωμένοι στον Πασχαλίδη όνειρο του μέλλοντος, μία φούστα με κίτρινους ελέφαντες, ένας στίχος σε μια μελέτη πεντακοσίων σελίδων, η αντίληψη ότι το χειρότερο είναι πάντα το χείριστο, δεν κατάλαβα ποτέ τον συγκριτικό βαθμό, ένα γυμνό σαλιγκάρι, ένα ζευγάρι δύο ξένων τα παιδιά τους θα μάθουν δύο γλώσσες χωρίς πολύ προσπάθεια, τι τύχη. Τέτοιες καθημερινές και κανονικές στιγμές με συγκινούν, καλό νέο είναι αυτό, δε νομίζεις; Σκέφτομαι να γεμίσω μια βαλίτσα και να φύγω νομίζοντας πως ψήλωσα τρεις πόντους από το κόρδωμα και την υπερηφάνια γι’ αυτό το σχέδιο απόδρασης. Κι έπειτα, κάνω μιμήσεις παιδικές, παντομίμα πως το λένε και είμαι αστεία. Το φετίχ μου είναι οι δεινόσαυροι που παλεύουν για μια δεύτερη ύπαρξη και υπόσχονται πως τις λέξεις καλοσύνη, ειρήνη και αλληλεγγύη θα τις μάθουν καλύτερα από τους ανθρώπους, θα ζουν με αυτές. Γι’ αυτό κάνω προπαγάνδα, μιμούμενη χορευτικές και φυσικές κινήσεις τους, ζητώντας να τους δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία. Προσπαθώ να σκεφτώ σε ποιους δίνει ο άνθρωπος δεύτερες ευκαιρίες, συνήθως στους ψεύτικα μετανιωμένους, όχι στους αληθινούς. Α, ξέχασα να αναφέρω αυτό το πάρε δώσε, σε συγχωρώ για να με συγχωρέσεις γιατί κι εγώ τότε, είμαι επιρρεπής στα λάθη. Οι δεινόσαυροι καταλήγουν να είναι μια απλή προσπάθεια, λοιπόν. Σε περιμένω. Ξέρεις, είναι τύχη να βρεις έναν άνθρωπο να μοιράζεται τη δική του σειρά με τη δική σου. Να μπλέξετε ποιητικά τις ευθείες σας, να περπατάτε με τα όνειρα αγκαλιά, να χορεύει στο μυαλό σας το ίδιο μέλλον, το κοινό. Αν διαβάσεις προσεκτικά, θα καταλάβεις το χάος να στριφογυρίζει, το ίδιο το χάος να κάνει τέτοιες απότομες κινήσεις, άρα χάος επί δύο. Δύσκολα τα πράγματα και τα δυσκολεύουμε κι άλλο, συζητώντας για θεωρίες συνομωσίας. Για εκείνο το μυστήριο που λέγαμε, κλείνοντας το μάτι.

«Μα είναι σίγουρο πως υπάρχει σχέδιο, είναι άκρως λογικό, χωρίς να θέλω να υπερβάλλω, είναι άκρως λογικό γι’ αυτή την κατάντια.»
«Άσε με και πήγαινε να βουτήξεις, δεν είναι κρύα.»
«Εσύ δε συμφωνείς;»
«Κι αν συμφωνώ τι; Θα κλονίσω τη στρατηγική τους; Όχι. Γι’ αυτό βούτα, μόνη κι ελεύθερη.»

  Ναι, η θάλασσα είναι απ’ τους καλούς φίλους της μοναξιάς. Η απεραντοσύνη της φυλακίζει το βλέμμα και τη φαντασία για πολύ ώρα. Όταν σκέφτεσαι γι αυτή, όταν κολυμπάς μέσα της, όταν νιώθεις μόνος κι ελεύθερος, το σώμα ξεφεύγει του μυαλού. Τα χέρια θυμούνται τα εφτά χρόνια μπαλέτου, καταφέρνουν και κολυμπούν πιο μακριά. Τα πόδια συμφιλιώνονται με τη γαλήνη του πάτου της, αφήνονται σ’ αυτή. Λίγα λεπτά μονάχα αρκούν, για να σου θυμίσουν τη σημαντικότητα της απόστασης.

  Ξεχάστηκες και μούλιασες. Τα ζαρωμένα δάχτυλα, είναι τα σημάδια της συγκεκριμένης απόδρασης που κράτησε τόσο, ώστε να μπορέσει να μιλήσει και για αλλαγή. Η θάλασσα τελικά, είναι από εκείνους τους αυτουργούς που δε φεύγουν ποτέ.