Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

Υπόγειο



Σε μια ακόμη αίθουσα, κλεισμένες σε τέσσερις τοίχους, συζητούσαν για υπόγεια. Σ’ αυτούς τους ίδιους τέσσερις τοίχους, που δεν τους ανταλλάσσουν μέσα στη μέρα τους, γράψανε υπόγεια ποίηση και φώναξαν. Φώναξαν πως μέσα σε ένα υπόγειο ολόιδιο με το δικό τους γράφουν καλύτερα από εσένα που ζεις στον πρώτο, από εσένα που δεν έχεις καν φανταστεί να ζεις σε ένα υπόγειο, που ούτε στο παράλληλο σύμπαν σου δε θα έχεις την τύχη να ζήσεις. Μπροστά στους τέσσερις τοίχους τους δεν υποκρίνονται και ενθουσιάζονται όταν αναγνωρίζουν το ακούω στη λέξη υπάκουος. Είναι κάθε φορά άλλες μα προσαρμοσμένες με τον ίδιο διαφορετικό τρόπο. Στο τέλος της ημέρας, σου προσφέρουν πιο πολλά από όσα μπόρεσες να ζητήσεις, πιο πολλά από όσα χωράνε στους τέσσερις τοίχους που μια φορά την εβδομάδα μοιράζεστε.

Και σ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους, τους υπόγειους, ή τους ισόγειους, ή του πρώτου πατώματος, δε θα είστε για πάντα μαζί. Θα έχετε υπάρξει όμως για μια στιγμή, απόλυτα ίδιες, ίσες, σε μια ευθεία ισορροπία πνεύματος, παντοτινής διάρκειας.

Αλλά αυτή σας η στιγμή θα φτάνει μονάχα από τη μια πλευρά της αίθουσας στην άλλη.

Δεν ξέρω αν υπάρχει υπόγεια ποίηση. Αν τα υπόγεια προσφέρουν χώρο για συλλήψεις ποιητικές. Αυτές όμως έγραψαν και έζησαν τη δική τους υπόγεια-ποιητική ανθολογία.


*Για την ποίηση που γράφουν κάτι μαθήτριές μου κάθε Παρασκευή (και για μια ταινία που μου επέτρεψε να τις σκέφτομαι παραπάνω φορές). 

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Πλατείες πανικού


Σε μια στρογγυλή πλατεία τεντώνουν χέρια, μαζεύονται πόδια, δεν είναι στις μύτες, αγνοούν τα δάχτυλά τους, δεν χαλαρώνουν τους ώμους, δεν υπακούν. Μια πλάτη, εκείνη η ίδια, μουδιάζει, ρουτινιάζει, δε σηκώνει δημιουργικότητες. Ο φαύλος χώρος δεν είναι αρκετός, ενώ πάντα φορούσε τη μάσκα του απέραντου. Η ανάσα, βρίσκει την αντανάκλασή της, έχει μορφή, πάντα είχε. Τώρα είναι πιο ψηλή, πιο πληθωρική, δε χωράει πουθενά, ραγίζει τον καθρέφτη που στέκεται απέναντί της προσοχή και στις διαταγές της. Οι μήνες φέρνουν την ανάγκη που κούρνιαζε κάτω από το κρεβάτι, που είχε χάσει όλες τις δεύτερες ευκαιρίες του κόσμου να γλιτώσει από τα όριά της.

Έβρεξε. Εξαφάνισε. Έντυσε. Πέταξε
.
Κανείς δεν ξέρει αν υπάρχουν βιβλία χαραμάδες, βιβλία καλλιεργημένα με δάκρυα, βιβλία ξενερωμένα που φτύνουν επαναστάσεις άλλων που δεν μπόρεσαν ποτέ να καταπιούν. Ούτε εγώ ξέρω. Ούτε θέλω να μάθω.

Και θα βρέξω να πλυθώ, θα εξαφανίσω την κορμοστασιά, εκείνη την ίδια, θα ντύσω και θα ντυθώ ουρανός, θα πετάξω την άγνοια, τις άγνοιες τις ευτυχισμένες που έχουν από καιρό παραλύσει, που ούτε δύο εκατοστά δεν σηκώνονται, ούτε πλευρό δεν αλλάζουν – κι ούτε σελίδα.