Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Ξεθωριασμένη νοσταλγία.



Μόνη σκέψη μια ξεχασμένη βάρκα
Τρύπια από συναισθήματα
μαθημένη στο φόβο.
Αναπολείς τα ταξίδια της
Σου θυμίζουν κερδισμένα στοιχήματα
με ή χωρίς αντίπαλο.
Ο εαυτός σου ή ο δικός της
γυροφέρνετε το φεγγάρι
ζητώντας δανεικές περιπέτειες
ανταλλάσσοντας με τις κραυγές σας τους πόθους.
Πόσο ζηλεύεις το απέραντο
πόσο το τρέμεις..
Εκείνη, πιστή στη μοίρα της
έτοιμη να πλεύσει κατά μήκος του ασημένιου ποταμού.
Εκείνου που ξεπλένει το πέπλο,
που απαλύνει τις πληγές
μα δε διορθώνει καμιά μάχη.
Μια ακάθαρτη λησμονιά να θυμίζει κάτι από θάλασσα
Όταν δεν μπορείς να ανοίξεις την πόρτα και να φύγεις.

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Το αστέρι.


Οι ασημένιοι ασκοί της ευτυχίας μας
φλέγονται στο όνομα ενός μονάχα ονείρου.
Το σύννεφο μας μεταμορφώνεται εσωτερικά και εξωτερικά,
αλλάζει προορισμούς και σκοπούς.
Άπιαστο μέχρι να το χρωματίσουμε,
φευγαλέο μέχρι να το αγαπήσουμε.
Μην ανησυχείς για τα ξεψυχισμένα τριαντάφυλλα.
Μωβ πέτρες, ρόδινα κοράλλια, μπλε ηφαιστειόπετρες
κρεμιούνται απ’ τα χέρια εκείνης της μπαλαρίνας που θυμίζει εσένα.
Η ελευθερία που μου χάρισες,
η απώλεια της συνείδησης,
το ταξίδι των χορευταρούδων σκέψεων.
Αυτές και άλλες τόσες ουτοπίες,
άλλες τόσες ανισορροπίες,
άλλες τόσες αμπελοφιλοσοφίες
για έναν ανεπαίσθητο έρωτα
χωρίς αρχή, χωρίς τέλος
χωρίς ευτυχία, χωρίς δυστυχία
χωρίς εμένα και χωρίς εσένα.
Διαρκής, ανεκπλήρωτη κάθαρσις.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Ο πρώτος έρωτας.



Δε χρειάστηκε να αντισταθείς
Συνήθως όταν αφήνεσαι,
Το αποτέλεσμα παίρνει τη μορφή της καταδίκης.
Κι όταν πια έχεις πνιγεί,
το ανώτατο δικαστήριο του έρωτα
θα αποφασίσει την πιο βάναυση τιμωρία
στο όνομα του μεγαλείου του.
Μπροστά στις έκπληκτες αισθήσεις των συναισθημάτων σου,
θα υποκύψεις.
Τι είναι τελικά ο έρωτας;
Αυταπατάσαι.
Αυτή η ορισμένη ουτοπία σου τι είναι;
Ο έρωτας είναι μια ατέρμονη
ακατάπαυστη προσπάθεια αποφυγής της τιμωρίας σου.
Κι όμως, δεν είναι αυτό.



Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Ναυάγια.




Μπορώ να κοιτάζω με τις ώρες την άγνωστη φλόγα να χορεύει πίσω απ’ αυτές τις τόσο οικείες βιτρίνες, τα τόσο οικεία τείχη. Συνήθιζες να μου δίνεις υποσχέσεις με παραλήπτη τα πιο μακρινά ταξίδια που θα μπορούσαμε ποτέ να κάνουμε πραγματικότητα. Είμαι ικανοποιημένη με τις εκδρομές μας κι ας ήταν σε μέρη κοντινά, σε μέρη μίζερα. Μα είναι ίσως ανθρώπινη ανάγκη οι τόσες υποσχέσεις. Δημιουργούν στόχους, όνειρα, αρκετές δόσεις ευτυχίας και ταυτόχρονα αρκετές δόσεις αοριστίας, καθώς αφού ξεφωνηθούν δεν αποτελούν άμεσα μια πιο υποφερτή πραγματικότητα. Θυμίζουν ουτοπικές συντροφιές και αλλοτινές συναντήσεις. Σε συνδέω με τους χτύπους της καρδιάς που αφηγούνται μια παλιά, αλησμόνητη περιπέτεια, μια φαντασίωση.  Παραισθήσεις, ζαλάδες και αδιανόητα τρέμουλα πριν φτάσουμε ασφαλείς στα «πρέπει». Κι όλα αυτά γίνονται ανεπαίσθητα, κατά μήκος μια νοητής πορείας, αποζητώντας κάτι ρεαλιστικότερο, κάτι λιγότερο απαιτητικό. Δε βάζω το μυαλό μου σε κουτάκια μα δεν μπορώ να το έχω να ταξιδεύει στις πιο άγριες θάλασσες της κοινωνίας, η καπετάνιος του εκλείπει εμπειρίας. Κάτι τέτοιες στιγμές εύχεσαι να μπορούσες να κρυφτείς πίσω από το δάχτυλο σου. Το άπιαστο και το αδύνατον όμως, είναι πιο ταξιδιάρικο, πιο ονειροπόλο ακόμα κι ας μην το επιθυμείς, θα μπορούσες έως κι εσύ να παραδεχτείς αυτά τα αναμφίβολα προτερήματά του. Μετανιώνω που δε μίλησα πιο πριν, η αγκαλιά των αναμνήσεων ίσως και να ήταν πιο σφιχτή. Μετανιώνεις κι εσύ, για εκείνη τη σιωπή που φάνηκε να κράτησε για πάντα. Ας κλείσουμε τα μάτια μας, τα πιο ευτυχισμένα ποιήματα δε γράφτηκαν ακόμα. Ας τα γράψουμε μαζί, το υποσχέθηκες.


Ξύπνησα μούσκεμα στα όνειρα προχτές.
Πώς να προλάβω τη στροφή που είχα τετάρτη;
Πώς να προλάβω τη ζωή μας δίχως χάρτη
που ο κόσμος γέμισε ζητιάνους και ληστές;
Μάνος Ελευθερίου

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Οι αφίσες (μου).


Και κάθομαι και κοιτάω το ταβάνι. Το κάνω συχνά τελευταία, χάνομαι κι αφήνω το χρόνο να κυλάει χωρίς να γνωρίζω γιατί χάνομαι, γιατί τελικά ο χρόνος μου κυλάει. Κι ύστερα κοιτάω πιο επίμονα, πιο ταξιδιάρικα, κάτι αφίσες που κάποτε μ’ άρεσαν περισσότερο. Είναι έτοιμες να ξεκολλήσουν μα δε με νοιάζει, θα περιμένω υπομονετικά να πέσουν και να κλείσουν ένα ξέγνοιαστο κεφάλαιο των ονείρων. Έχουν πάψει να θυμίζουν οτιδήποτε, οποιαδήποτε σύνδεση, κάτι  εφηβικό έστω. Ας πέσουν. Όπως πέφτουν τα λουλούδια που μου χάρισες για τα γενέθλια μου απ’ το βάζο. Ξεράθηκαν βλέπεις, πέρασε ο καιρός. 20 στα 21. Μα δε νιώθω διαφορά πουθενά. Καλό είναι αυτό, για πάντα παιδί. Αυτό δεν ήθελες; Με ρωτάς. Ναι, αυτό. Η φαντασία είναι περισσότερη, τα όνειρα πιο δικά σου, τα χαμόγελα η καλύτερη συντροφιά και η άγνοια έχει για συνώνυμό της την ευτυχία. Να υπήρχαν αμέτρητες σοφίτες, ξύλινες, μία για τον κάθε ονειροπόλο. Κάθε γωνιά να έκρυβε και κάτι-κάποιον διαφορετικό. Και να γνωριζόμασταν μεταξύ μας ζώντας για κάποιες ώρες ο καθένας στη σοφίτα του άλλου. Σ’ αυτές τις σοφίτες θα ήμασταν πιο ελεύθεροι απ’ ότι θα μπορούσαμε να αντέξουμε. Ούτε κι εσύ θα άντεχες. Ούτε κι εγώ που ονειρεύομαι πελώριες κούνιες στους ουρανούς και συζητήσεις με σύννεφα και γλάρους. Ούτε κι εκείνοι που δε μοιάζουν με κανέναν παρά μόνο με κάτι νεφέλες φυλακισμένες σε κλουβιά με ανοιχτές πόρτες. Μα γιατί είναι ακίνητες;

Βασιλικός.




  Γραμμένα όλα στο ίδιο μοτίβο, παιγμένα στην εντέλεια για την αποφυγή εκείνων των χειρονομιών που απεχθάνεσαι. Μη δυσανασχετείς, είναι μάταιο. Σου είπα, έτσι θα έπρεπε να είναι οι ζωές μας. Βόλτες πιασμένοι απ’ το χέρι στο κέντρο της Αθήνας, συζητήσεις για καλύτερους κόσμους ή τουλάχιστον βελτιωμένους, συζητήσεις ανούσιες όπως το τι χρώμα να έβαφα τα μαλλιά μου και μετά, για να έχει περισσότερο νόημα η βραδιά επιστροφή σε κάποιο σπίτι για να ανταλλάξουμε τα πιο υγρά φιλιά, μα και τις πιο ασφαλείς αγκαλιές. Στο σπίτι τα όνειρα κοντεύουν να πραγματοποιηθούν, η ευτυχία μας πλησιάζει, μα πρέπει να φύγω. Όλα τα λουλούδια ξεράθηκαν και τα χειρόγραφα χάνονται σιγά σιγά. Ξέρεις πως μισώ τις φωτογραφίες μπροστά από χριστουγεννιάτικα δέντρα μα τράβηξε με μία να μ’ έχεις και να θυμάσαι τις βόλτες μας, μόνο γι’ αυτό τράβηξε με. Το βιβλίο που αγόρασα στον σταθμό θυμίζει εσένα, καλά λες τα πράγματα αγρίεψαν. Μα μακάρι τα όρια να ήταν πιο εύκολο να τοποθετηθούν, τα εμπόδια πιο εύκολο να ξεχαστούν. Υπάρχει μόνο το παρόν λοιπόν; Κι αν εσύ έχεις τη δύναμη να ξεχάσεις, γιατί απλά δε φεύγουμε; Πάμε πρώτα πρώτα να δούμε μια θεατρική παράσταση και μετά στον κινηματογράφο και μετά σ’ εκείνο το μουσικό αφιέρωμα και μετά… Γι’ αυτό σου λέω, έτσι θα έπρεπε να είναι οι ζωές μας. Κι ύστερα θα πολεμούσαμε με μεγαλύτερο σθένος, δε θα τους εγκαταλείπαμε. Εγώ θα παίρνω δύναμη από εσένα. Κι εσύ απλά θα μένεις στη συντροφιά μου, στην καρδιά μου, στην σκέψη μου, στα ταξίδια μας. Ας μην υπάρξει ποτέ τελευταίος σταθμός.