Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Αρχή-(λάθος)μέση-τέλος


Πάρα πολύ αλήθεια. Τελευταία, έρχεσαι στο σπίτι μου ακάλεστος, ανεβαίνεις τα σκαλιά πιο γρήγορα από εμένα και ανοίγεις την πόρτα στο διαμέρισμα του έκτου ορόφου με το δικό σου κλειδί. Δε σε προλαβαίνω ούτε με το ασανσέρ, δεν είσαι καν λαχανιασμένος όταν φτάνω, είσαι μέρος της εξώπορτας της δικής μου, σε παίρνω μαζί μου κάθε που βγαίνω, σε κουβαλάω στο μπρελόκ-ανανά. Την τελευταία, από τις τελευταίες φορές, καθόσουν στην άλλη άκρη του κίτρινου, μάλλον μουσταρδί, καναπέ. Δε σε ήθελα πιο κοντά και σχεδόν χαιρόμουν που στη μέση του παλιού καναπέ μου, σχεδόν έχω φτιάξει μια βαθειά λίγο σα λίμνη, πιο λίγο σαν κατηφόρα. Ή απλώς τον έχω σπάσει κι όχι επίτηδες, όχι για να μην κάθεσαι κοντά μου, και δεν τον έχω σπάσει καν εγώ. Που λες, καθόσουν στην άλλη άκρη και πολύ βιαστικά μου έσφιξες το χέρι, κατευθείαν δυνατά, νομίζω με δάγκωσες με το χέρι σου. Θα έπρεπε να θέλω να μου το σφίξεις, αλλά δε με ρώτησες ούτε γι’ αυτό, ούτε για να ανέβεις τα σκαλιά πιο γρήγορα από εμένα. Με ρώτησες μόνο όταν η κατάσταση το διέταζε σχεδόν, να μου ζητήσεις συγγνώμη. Μόνο αυτά δε ρωτάνε. Μη ζητήσεις.


Το μόνο που προσπαθώ να μην ξεχάσω είναι εκείνα τα μηνύματα που λένε πως “δε σου αξίζει να κλαις, αλλά δεν ξέρω να σου πω και γιατί”. Και δε θέλω να ξεχάσω και μια φίλη-ανταλλαγή που μου λέει στα ελληνικά που ανταλλάσουμε μαζί κάθε Τετάρτη πρωί, ότι όποιος γράφει ποιήματα, γράφει την αλήθεια όλου του κόσμου. 


Εκείνη την ημέρα έφυγες αφού ήπιες μια γουλιά που έπρεπε να είχες πιει δυο ώρες πριν. Όταν λες πως θες να γράψεις, κανονικά βλέπεις πιο παντού, ακόμα και τους ήχους βλέπεις, ακόμα και με κλειστά τα μάτια πρέπει να βλέπεις. 


Μαγειρεύω μακαρόνια κάθε Τετάρτη, ο γάτος μου τρώει την ίδια λιχουδιά κάθε Παρασκευή και είναι τα μόνα ίδια που θέλω να κάνω από δω και πάνω.


Θα προτιμούσα να κάθεσαι πιο κοντά τελικά, για να ξέρω τι με περιμένει. Και θα προτιμούσα να δουλεύει το κουδούνι μου για να ξέρω να διπλοκλειδώσω, να αφήσω από πίσω το κλειδί, να μην μπορείς να μπεις ούτε με το κλειδί σου (μου).